βασταγούρι

βασταγούρι
το
1. το γαϊδούρι
2. ο κηλεπίδεσμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. βασταγός, με επίδραση και του συνωνύμου γαϊδούρι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”